αράχνειος

αράχνειος
-α, -ο (AM ἀράχνειος, -ον)
ο σχετικός με την αράχνη ή εκείνος που προέρχεται απ' αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • αραχναίος — ἀραχναῑος, α, ον (Μ) αράχνειος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”